- περδικόστηθη
- και -στήθα, και στήθω, -ως, η(για γυναίκες) (ως επαινετικός χαρακτηρισμός) αυτή που έχει ευτραφές και προτεταμένο στήθος, όπως η πέρδικα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περδικόστηθη — περδικόστηθη, η και περδικοστήθω, η γυναίκα με στητό στήθος σαν την πέρδικα: Γιατί, καημένη Αναστασιά, γιατί περδικοστήθω (Κρυστάλλης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)